μονόστιχος

μονόστιχος
-η, -ο
αυτός που έχει μόνο ένα στίχο: Μονόστιχη επιγραφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονόστιχος — η, ο (Α μονόστιχος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν) ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στίχος (πρβλ. πολύ στιχος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόστιχον — μονόστιχος consisting of one verse masc/fem acc sg μονόστιχος consisting of one verse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστίχων — μονόστιχος consisting of one verse masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστίχῳ — μονόστιχος consisting of one verse masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόστιχα — μονόστιχος consisting of one verse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόστιχοι — μονόστιχος consisting of one verse masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”